εξαναγκασμένος

εξαναγκασμένος
-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξαναγκάζω)
1. αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται από ανάγκη, ο εξαναγκαστικός, ο ακούσιος
2. αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του ή από ανάγκη
3. φυσ. «εξαναγκασμένη ταλάντωση» — η ταλάντωση που προκύπτει όταν μια περιοδική δύναμη που δρα εξωτερικώς εφαρμόζεται σ' ένα σύστημα ικανό να εκτελέσει ελεύθερη ταλάντωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • Μπεν Μπαρκά, Μεχντί — (Ραμπάτ 1920 – 1965;). Μαροκινός πολιτικός. Καθηγητής μαθηματικών, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Κόμματος για την Ανεξαρτησία (Iστικλάλ), από το οποίο έφυγε το 1959 για να δημιουργήσει ένα πολιτικό σχήμα, την Εθνική Ένωση Λαϊκών Δυνάμεων, που… …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκάζομαι — εξαναγκάζομαι, εξαναγκάστηκα, εξαναγκασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαναγκάζω — εξανάγκασα, εξαναγκάστηκα, εξαναγκασμένος, μτβ., αναγκάζω με τη βία, υποχρεώνω, βιάζω: Εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”